ακάταρτος

ακάταρτος
-η, -ο [κατάρτι]
(πλοίο) χωρίς κατάρτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακάταρτος — η, ο χωρίς κατάρτια: Έπλεαν ακάταρτοι· ο αέρας τούς είχε πάρει όλα τα κατάρτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”